-
1 загромождать
-
2 загромоздить
-зжу, -здишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загроможденный, βρ: -ден, -дена, -дено; ρ.σ.μ. φράζω, εμποδίζω το πέρασμα, κλείνω (με πολλά και χοντρά πράγματα)• επισωρεύω•-дорогу φράζω το δρόμο•
загромоздить комнату мебелью κλείνω το δωμάτιο με έπιπλα.
|| μτφ. επιφορτίζω, παραφορτώνω.